- ερμογλυφεύς
- ἑρμογλυφεύς, ὁ (AM) [γλυφεύς]ο ερμογλύψος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρμογλυφεύς — carver of Hermae masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμογλυφείο — το (AM ἑρμογλυψείο) [ερμογλυφεύς] εργαστήριο γλυπτικής … Dictionary of Greek
ερμογλύφος — ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς) γλύπτης, αγαλματοποιός αρχ. γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω) πρβλ. λιθο γλύφος, ξυλο γλύφος] … Dictionary of Greek
ἑρμογλυφέα — ἑρμογλυφέᾱ , ἑρμογλυφεύς carver of Hermae masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)